βατοπεδινός

βατοπεδινός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει στη μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους ή αναφέρεται σ' αυτήν
2. το αρσ. ως ουσ. μοναχός της μονής Βατοπεδίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ιάκωβος ο Βατοπεδινός — (Δημόπουλος, 19ος αι.). Μοναχός και λόγιος από τη Λοκρίδα. Μετά τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, χρημάτισε γραμματέας, επί 15 χρόνια, της μονής Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος και αρχιγραμματέας της ιερής κοινότητας του Αγίου Όρους. Μετά …   Dictionary of Greek

  • ευθύμιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο Μέγας, ο όσιος (Μελιτηνή Αρμενίας 377 – Παλαιστίνη 473). Μορφωμένος ασκητής, ίδρυσε πολλά μοναστήρια στην Παλαιστίνη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιανουαρίου. 2. Επίσκοπος Σάρδεων (; – 824).… …   Dictionary of Greek

  • Ματθαίος — I (ο ευαγγελιστής, 1ος αι. μ.Χ.). Ένας από τους δώδεκα αποστόλους του Ιησού. Παρότι δεν υπάρχουν ασφαλείς ιστορικές πληροφορίες για τη ζωή του, εικάζεται ότι καταγόταν από τη Γαλιλαία και προερχόταν από εύπορη οικογένεια, καθώς και ότι ασκούσε το …   Dictionary of Greek

  • ДАМИАН ВАТОПЕДСКИЙ — [греч. Ϫαμιανὸς Βατοπεδινός], иером., греч. мелург (нач. 3 й четв. XVII сер. 1 й четв. XVIII в.). Ссылки на муз. произведения Д. В. и их подборки встречаются во мн. греч. певч. рукописях поствизант. периода, гл. обр. кон. XVII в. и более поздних …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”